-
1 όλα
ὅλοξneut nom /voc /acc plὅλᾱ, ὅλοξfem nom /voc /acc dualὅλᾱ, ὅλοξfem nom /voc sg (doric aeolic)ὅλοςwhole: neut nom /voc /acc plὅλᾱ, ὅλοςwhole: fem nom /voc /acc dualὅλᾱ, ὅλοςwhole: fem nom /voc sg (doric aeolic)ὅλᾱ, ὁλάωpres imperat act 2nd sgὅλᾱ, ὁλάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————ὅλαι, ὅλοξfem nom /voc plὅλᾱͅ, ὅλοξfem dat sg (doric aeolic)ὅλαι, ὅλοςwhole: fem nom /voc plὅλᾱͅ, ὅλοςwhole: fem dat sg (doric aeolic) -
2 ὄλα
ὄλα· τὰ ἐντὸς τῆς σηπίας στρογγύλα, Hsch. ; cf. ὀλός. -
3 ὅλα
Βλ. λ. όλα -
4 ὅλᾳ
Βλ. λ. όλα -
5 όλα
1) all2) everythingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > όλα
-
6 όλας
ὅλᾱς, ὅλοξfem acc plὅλᾱς, ὅλοξfem gen sg (doric aeolic)ὅλᾱς, ὅλοςwhole: fem acc plὅλᾱς, ὅλοςwhole: fem gen sg (doric aeolic)ὅλᾱς, ὁλάωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
7 ὅλας
ὅλᾱς, ὅλοξfem acc plὅλᾱς, ὅλοξfem gen sg (doric aeolic)ὅλᾱς, ὅλοςwhole: fem acc plὅλᾱς, ὅλοςwhole: fem gen sg (doric aeolic)ὅλᾱς, ὁλάωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
8 ολάι
ὁλᾷ, ὁλάωpres subj mp 2nd sgὁλᾷ, ὁλάωpres ind mp 2nd sg (epic)ὁλᾷ, ὁλάωpres subj act 3rd sgὁλᾷ, ὁλάωpres ind act 3rd sg (epic) -
9 ὁλᾶι
ὁλᾷ, ὁλάωpres subj mp 2nd sgὁλᾷ, ὁλάωpres ind mp 2nd sg (epic)ὁλᾷ, ὁλάωpres subj act 3rd sgὁλᾷ, ὁλάωpres ind act 3rd sg (epic) -
10 όλαν
ὅλᾱν, ὅλοξfem acc sg (doric aeolic)ὅλᾱν, ὅλοςwhole: fem acc sg (doric aeolic)ὅλᾱν, ὁλάωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὅλᾱν, ὁλάωimperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
11 ὅλαν
ὅλᾱν, ὅλοξfem acc sg (doric aeolic)ὅλᾱν, ὅλοςwhole: fem acc sg (doric aeolic)ὅλᾱν, ὁλάωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ὅλᾱν, ὁλάωimperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
12 ολάς
-
13 ὀλάς
-
14 όλαι
ὅλοξfem nom /voc plὅλᾱͅ, ὅλοξfem dat sg (doric aeolic)ὅλοςwhole: fem nom /voc plὅλᾱͅ, ὅλοςwhole: fem dat sg (doric aeolic) -
15 ὅλαι
ὅλοξfem nom /voc plὅλᾱͅ, ὅλοξfem dat sg (doric aeolic)ὅλοςwhole: fem nom /voc plὅλᾱͅ, ὅλοςwhole: fem dat sg (doric aeolic) -
16 διατείνω
A stretch to the uttermost,δ. τὸ τόξον Hdt.3.35
; keep stretched out,τὴν χεῖρα Hp.Fract.8
;δ. τὰς χεῖρας ἐπί τι X.Cyr.1.3.4
;ἀράχνιον δ. πρὸς τὰ πέρατα Arist.HA 623a9
;τινὰ ὑπὲρ λεχέων AP5.54
(Diosc.):—[voice] Pass., extend,μία ἰδέα πάντῃ διατεταμένη Pl.Sph. 253d
.II intr., extend, Diog.Apoll.6;διὰ παντὸς τοῦ βίου Arist.EN 1172a23
;καθ' ἅπαν τὸ σῶμα Id.HA 503b21
; κατὰ τὸ συνεχὲς ἕως εἰς .. Plb.3.37.9; to continue,γένος διέτεινε λαμπρόν Plu.Marc.30
.2 δ. εἰς, ποτί τι, extend or relate to, concern, SIG569.11,38 (Halasarna, iii B. C.), cf. Plb.8.29.6;πρὸς τὰ ὅλα Id.9.5.4
.3 reach, arrive at, extend as far as,πρός.. Epicur.Ep.1p.13U.
, Plb.5.86.4, D.S.12.70, etc.; live until the time of,εἴς τινα Plu.Cat.Ma.15
.B [voice] Med. and [voice] Pass., exert oneself,τί οὖν.. διετεινάμην οὑτωσὶ σφοδρῶς; D.18.142
; at full speed,X.
Mem.4.2.23;θεῖν διατεταμένους Pl.R. 474a
; ἰέναι ib. 501c; πὺξ διατεινάμ ενος Theoc. 22.67; strain, exert the voice, Arist.Pol. 1336a39; διατείνεσθαι πρός τι exert oneself for a purpose, X.Mem.3.7.9; διετείναντο αὐτὸν μὴ εἰσελθεῖν prevented him from going in, Antipho 5.46;δ. τὰ κάλλιστα πράττειν Arist.EN 1169a9
.2 maintain earnestly, contend, δ. ὡς.. maintain stoutly that.., Pl.Sph. 247c, Thphr.HP3.18.7, CP4.6.1, etc.II in strict sense of [voice] Med., stretch oneself, Anaxan dr.41.67.2 to stretch out for oneself or what is one's own,δ. τὸ τόξον Hdt.4.9
; τὰ βέλεα ὡς ἀπήσοντες to have their lances poised as if they were about to throw, Id.9.18;διατεινάμενοι οἱ μὲν τὰ παλτὰ οἱ δὲ τὰ τόξα X.Cyr.1.4.23
;διατεταμένοι τὰς μάστιγας Plb.15.28.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατείνω
-
17 καταγωνίζομαι
A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 ([place name] Xanthus);τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19
;κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22
;ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid. 122
:—[voice] Pass.,καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12
;ὑπό τινος Luc.Symp.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγωνίζομαι
-
18 καταξαίνω
A :—card, comb well,καταξῆναι Pl.
Com.245:—[voice] Pass.,εἴρια κατεξασμένα Hp.Ulc.24
; πέτρα κατεξαμμένη hollowed out, D.S.17.71 (hence καταξάνωσι cj. Dind. Id.1.98).2 tear in pieces, rend in shreds,πλόκους κόμης E. Ion 1267
;πολλοὺς αἱ σαὶ καταξανοῦσι.. χέρες Lyc.300
;σάρκας LXX
l.c.; ; so κ. τινὰ εἰς φοινικίδα pound him (by stoning) to red rags, Ar. Ach. 320:—[voice] Pass., πέτροισι.. καταξανθεὶς θανεῖν crushed to atoms, S. Aj. 728;πρὶν κατεξάνθαι βολαῖς E.Ph. 1145
;πέτραις καταξανθέντες ὀστέων ῥαφάς Id.Supp. 503
;πυρὶ καταξανθέντας Id.HF 285
; .3 wear, waste away,πνοαὶ.. τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργείων A.Ag. 197
(lyr.);τὴν σάρκα Epicur. Sent.Vat.51
;νόσοι κ. ὅλα δι' ὅλων Ph.2.432
:—[voice] Pass.,κατεξάνθην πόνοις E.Med. 1030
; ;κατέξανται δέμας Id.Hipp. 274
; ὅπλα κατεξάνθαι were worn out by use, D.S.17.94; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταξαίνω
-
19 κολοβός
2 abs., maimed, mutilated, X.Cyr.1.4.11;οὐδὲν κ. προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς, ἀλλὰ τέλεια καὶ ὅλα Arist.Fr. 101
;ζῷα κ. Id.GA 746a9
, cf. 721b17;ὄνος κ. PCair.Zen.215.10
(iii B.C.), PGen.23.5 (i A.D.), BGU806.4 (i A.D.); of trees, stunted,τὰν ἐλαίαν τὰν κολοβάν IG14.352i11
([place name] Halaesa), cf. Dsc.1.76;ἄνθη Thphr.HP8.3.3
; of persons, undersized, Procop.Arc.8: generally, short,ἐσθῆτες Artem.
l.c.; ;ξίφος Lyd.Mag.1.12
; of a period in Rhet., curtailed, incomplete, Arist.Rh. 1409a18 (so in [comp] Comp. - ώτερόν πως ὑφᾶναι τὸν λόγον Chor.in Philol.54.123); ὄνομα half-uttered, Them.Or.1.4b; of a cup, broken, chipped, Arist.Metaph. 1024a15, Theopomp.Hist. 243; of a wall, dwarf, τειχίον, τεῖχος, App.Mith.26, Procop.Aed.2.1; of a cone, truncated, Hero *Stereom.2.42: metaph.,ἀρετή Max.Tyr.37.1
; κίνησις, in paralysis, Gal.7.588; κ. κῦμα, = κωφόν, Sch.Ar.Eq. 689. Adv. - βῶς elliptically, opp.σαφῶς, ἐρωτᾶσθαι Arist.SE 176a40
.II κολοβόν, τό, a measure, PLond.5.1694.22, al. (VI A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοβός
-
20 κρομβόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρομβόω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
όλα — ὄλα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἐντὸς τῆς σηπίας στρογγύλα» … Dictionary of Greek
ὅλα — ὅλοξ neut nom/voc/acc pl ὅλᾱ , ὅλοξ fem nom/voc/acc dual ὅλᾱ , ὅλοξ fem nom/voc sg (doric aeolic) ὅλος whole neut nom/voc/acc pl ὅλᾱ , ὅλος whole fem nom/voc/acc dual ὅλᾱ , ὅλος whole fem nom/voc sg (doric aeolic) ὅλᾱ , ὁλάω pres imperat act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλᾳ — ὅλαι , ὅλοξ fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλοξ fem dat sg (doric aeolic) ὅλαι , ὅλος whole fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλος whole fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλας — ὅλᾱς , ὅλοξ fem acc pl ὅλᾱς , ὅλοξ fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὅλος whole fem acc pl ὅλᾱς , ὅλος whole fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὁλάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ολᾶι — ὁλᾷ , ὁλάω pres subj mp 2nd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind mp 2nd sg (epic) ὁλᾷ , ὁλάω pres subj act 3rd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλαν — ὅλᾱν , ὅλοξ fem acc sg (doric aeolic) ὅλᾱν , ὅλος whole fem acc sg (doric aeolic) ὅλᾱν , ὁλάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὅλᾱν , ὁλάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλάς — ὀλά̱ς , ὀλή fem acc pl ὀλά̱ς , οὐλαί barley corns fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek